- ανάγω
- (Α ἀνάγω)1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρωνεοελλ.1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά2. μεσ. ανήκω χρονικά3. μετασχηματίζω, μετατρέπω κάτι σε άλλο ισοδύναμο ή απλούστεροαρχ.1. οδηγώ πλοίο από την παραλία στο πέλαγος, αποπλέω2. οδηγώ κάποιον ή κάτι στα ανοιχτά τής θάλασσας, μεταφέρω διά θαλάσσης3. γεν. οδηγώ, μεταφέρω σε κάποιο τόπο4. μεταφέρω από τα παράλια στην ενδοχώρα5. βάζω το πλοίο στη θάλασσα6. ξυπνώ, ξαναζωντανεύω, ανανεώνω7. επαναφέρω, φέρνω πίσω8. προάγω, προβιβάζω9. (για χρήματα) καταθέτω, συνεισφέρω10. ανοικοδομώ11. βασίζομαι, στηρίζομαι,12. μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω13. βγάζω από το στόμα14. σύρω, τραβώ γραμμές15. οδηγώ συλληφθέντα για ανάκριση16. στέλνω να δει, παραπέμπω17. φέρνω κάποιον συλλογισμό σε άλλο σχήμα18. μετατρέπω ένα επιχείρημα σε συλλογισμό19. κάνω καταγγελία, καταγγέλλω20. (στη Δικαν.) επιστρέφω δούλο που πουλήθηκε με αναποκάλυπτο ελάττωμα ή ατέλεια21. (αμτβ.) υποχωρώ, οπισθοχωρώ22. (μέσ. και παθ.) α) ανοίγομαι στο πέλαγος, αποπλέωβ) μτφ. ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι,23. φρ. «ἀνάγω εἰς φάος», φέρνω στο φως, αποκαλύπτω, «ἀνάγω ἐπί πόδα», υποχωρώ με το πρόσωπο προς τους εχθρούς«ἀνάγω θυσίαν», θυσιάζω«ἀνάγω μηρυκισμόν», μηρυκάζω, αναχαράζω«ἀνάγω ναῡν», βάζω το πλοίο στη θάλασσα«ἀνάγω ὀδόντας», βγάζω δόντια«ἀνάγω ὀρτήν», πανηγυρίζω, εορτάζω«ἀνάγω φάλαγγα», αναπτύσσω φάλαγγα σε σχηματισμό«ἀνάγω χορόν», σέρνω τον χορό«φάρμακα ἀνάγοντα», αποχρεμπτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)-* + ἄγω. ΠΑΡ αναγωγήαρχ.-μσν.ἀναγωγόςνεοελλ.ανάγουσα).
Dictionary of Greek. 2013.